- σχοινίλος
- ή σχοινίκλος, ὁ, Ατο πτηνό σουσουράδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρ-ίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινίλος — wagtail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… … Dictionary of Greek
σχοινίκλος — ὁ, Α βλ. σχοινίλος … Dictionary of Greek